- κροτικός
- -ή, -ό [κρότος]1. αυτός που μπορεί να παραγάγει ήχο, αυτός που κάνει κρότο2. χημ. φρ. «κροτικό οξύ» — άλλη ονομασία τού βροντώδους οξέος, τού οποίου τα άλατα ονομάζονται και βροντώδη άλατα («κροτικός υδράργυρος» — βροντώδης υδράργυρος).
Dictionary of Greek. 2013.